βοϊδόμυγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βοϊδόμυγα οι βοϊδόμυγες
      γενική της βοϊδόμυγας των βοϊδόμυγων
    αιτιατική τη βοϊδόμυγα τις βοϊδόμυγες
     κλητική βοϊδόμυγα βοϊδόμυγες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοϊδόμυγα < βόιδ(ι) + -ό- + μύγα

Ουσιαστικό

βοϊδόμυγα θηλυκό

  • (έντομο) χοντρή μύγα της οποίας το θηλυκό τρέφεται από το αίμα των ζώων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.