σκατόμυγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκατόμυγα | οι | σκατόμυγες |
| γενική | της | σκατόμυγας | των | σκατομυγών |
| αιτιατική | τη | σκατόμυγα | τις | σκατόμυγες |
| κλητική | σκατόμυγα | σκατόμυγες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σκατόμυγα θηλυκό
- η μύγα που τρέφεται με περιττώματα
- (σε ένδειξη ενόχλησης - αποστροφής) οποιαδήποτε μύγα
Μεταφράσεις
σκατόμυγα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.