baba

Βοσνιακά (bs)

Ουσιαστικό

baba (bs) (πληθυντικός) babe

Συνώνυμα



Γαλλικά (fr)

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
baba babas

baba (fr) αρσενικό ή θηλυκό



Καβυλικά (kab)

Ουσιαστικό

baba αρσενικό



Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

baba (pl)



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

baba (sr)

  • λατινική γραφή του баба



Τουρκικά (tr)

Ουσιαστικό

baba (tr)

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.