νιάνιαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νιάνιαρο | τα | νιάνιαρα |
| γενική | του | νιάνιαρου | των | νιάνιαρων |
| αιτιατική | το | νιάνιαρο | τα | νιάνιαρα |
| κλητική | νιάνιαρο | νιάνιαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νιάνιαρο < πιθανότατα (άμεσο δάνειο) βενετική gnagnara (λέξη θηλυκού γένους που θεωρήθηκε πληθυντικός) που συνδυάστηκε με το νιανιά
Μεταφράσεις
νιάνιαρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.