baby

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
baby babies

baby (en)

Ρήμα

ενεστώτας baby
γ΄ ενικό ενεστώτα babies
αόριστος babied
παθητική μετοχή babied
ενεργητική μετοχή babying

baby (en)

  • νταντεύω, φροντίζω κάποιον με υπερβολική φροντίδα, σαν να είναι μωρό
    He is a man now, stop babying him!
    Είναι άντρας τώρα, πάψε να τον νταντεύεις!

Πηγές



Δανικά (da)

Ουσιαστικό

baby (da)



Νορβηγικά (no)

Ουσιαστικό

baby (no)



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

baby (nl)



Σουηδικά (sv)

Ουσιαστικό

baby (sv)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.