pop
Αγγλικά (en)

Στη δομή της στοίβας (LIFO) το εξερχόμενο στοιχείο αφαιρείται από την την κορυφή της.
Επίθετο
pop (en) (χωρίς παραθετικά)
Ρήμα
| ενεστώτας | pop |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | pops |
| αόριστος | popped |
| παθητική μετοχή | popped |
| ενεργητική μετοχή | popping |
pop (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εκρήγνυμαι, σκάω
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) πετιέμαι, περνάω, κάνω σύντομη επίσκεψη, πηγαίνω κάπου κοντά, στα γρήγορα και βιαστικά
- ↪ Pop over to/Pop by the kiosk to get cigarettes.
- Πετάξου ως το περίπτερο να πάρεις τσιγάρα.
- ↪ I happened to be passing by and thought I would pop in for a bit to see what you are up to.
- Περνούσα τυχαία κι είπα να πεταχτώ για λίγο να δω τι κάνεις.
- ↪ I popped in to say hello to him.
- Πέρασα να του πω ένα γεια σου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stop by
- ↪ Pop over to/Pop by the kiosk to get cigarettes.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο, ειδικά βρετανική σημασία) πετάω, ρίχνω, βάζω κάτι ξαφνικά με γρήγορη κίνηση
- ↪ She popped the letter into a drawer.
- Πέταξε/Έριξε το γράμμα σ' ένα συρτάρι.
- ↪ She popped the letter into a drawer.
- (μεταβατικό) βγάζω σπυρί
- ↪ He popped a bad pimple.
- Έβγαλε ένα κακό σπυρί.
- ↪ He popped a bad pimple.
Παράγωγα
Πηγές
- pop (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- pop (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- pop (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695, 697, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ, πετώ, ρίχνω
Αναφορές
- «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 182, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.