pop

Αγγλικά (en)

Στη δομή της στοίβας (LIFO) το εξερχόμενο στοιχείο αφαιρείται από την την κορυφή της.

Επίθετο

pop (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pop pops

pop (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. (μετρήσιμο) ο ήχος 'ποπ'
  2. (μη μετρήσιμο, μουσική) η ποπ, το καλλιτεχνικό ύφος
  3. (πληροφορική) αφαιρώ στοιχείο από στοίβα (stack) [1]
     αντώνυμα: push
  4. (λαϊκότροπο, προφορικό, θωπευτικό) ο μπαμπάς
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη father

Ρήμα

ενεστώτας pop
γ΄ ενικό ενεστώτα pops
αόριστος popped
παθητική μετοχή popped
ενεργητική μετοχή popping

pop (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) εκρήγνυμαι, σκάω
    At the end of the party the children popped all the balloons.
    Στο τέλος της γιορτής τα παιδιά σκάσανε όλα τα μπαλόνια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη explode
  2. (αμετάβατο, ανεπίσημο) πετιέμαι, περνάω, κάνω σύντομη επίσκεψη, πηγαίνω κάπου κοντά, στα γρήγορα και βιαστικά
    Pop over to/Pop by the kiosk to get cigarettes.
    Πετάξου ως το περίπτερο να πάρεις τσιγάρα.
    I happened to be passing by and thought I would pop in for a bit to see what you are up to.
    Περνούσα τυχαία κι είπα να πεταχτώ για λίγο να δω τι κάνεις.
    I popped in to say hello to him.
    Πέρασα να του πω ένα γεια σου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη stop by
  3. (μεταβατικό, ανεπίσημο, ειδικά βρετανική σημασία) πετάω, ρίχνω, βάζω κάτι ξαφνικά με γρήγορη κίνηση
    She popped the letter into a drawer.
    Πέταξε/Έριξε το γράμμα σ' ένα συρτάρι.
  4. (μεταβατικό) βγάζω σπυρί
    He popped a bad pimple.
    Έβγαλε ένα κακό σπυρί.

Παράγωγα

Πηγές

Αναφορές

  1. «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 182, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

pop (fr)



Δυτικά φριζικά (fy)

Ουσιαστικό

pop (fy)



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

pop (fi)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.