νήπιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νήπιο τα νήπια
      γενική του νηπίου
& νήπιου
των νηπίων
    αιτιατική το νήπιο τα νήπια
     κλητική νήπιο νήπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νήπιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νήπιον[1] (εννοείτο βρέφος, παιδίον) < επίθετο νήπιος < διαφορετικές υποθέσεις σύνθεσης [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈni.pi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νήπιο

Ουσιαστικό

νήπιο ουδέτερο

  • μικρό παιδί 1-5 ετών
      Έλα στον κόσμο κόσμε / Ο γήινος ρυθμός το θέλει / Να τραγουδά ο κόσμος / Και σε άλλη ομορφιά να λάμπει / Να τραγουδά το νήπιο / Του ανθρώπου το νήπιο. (Γιώργος Σαραντάρης, ποίημα Έλα στον κόσμο κόσμε)

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
νηπι- 

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. νήπιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.