μπεμπέκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπεμπέκα | οι | μπεμπέκες |
| γενική | της | μπεμπέκας | — | |
| αιτιατική | την | μπεμπέκα | τις | μπεμπέκες |
| κλητική | μπεμπέκα | μπεμπέκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /beˈbe.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπε‐μπέ‐κα
Συγγενικά
- μεγαλομπεμπέκα
- Μπεμπέκα (όνομα)
- μπεμπεκίζω
- μπεμπέκος
Μεταφράσεις
μπεμπέκα
|
|
Αναφορές
- μπεμπέκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.