νινί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νινί τα νινιά
      γενική του νινιού των νινιών
    αιτιατική το νινί τα νινιά
     κλητική νινί νινιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νινί < (ελληνιστική κοινή) νιννίον

Ουσιαστικό

νινί ουδέτερο

  1. (οικείο) μωρό
  2. (οικείο) κουκλάκι σε σχήμα μωρού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.