παρουσιαστικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παρουσιαστικό | τα | παρουσιαστικά |
| γενική | του | παρουσιαστικού | των | παρουσιαστικών |
| αιτιατική | το | παρουσιαστικό | τα | παρουσιαστικά |
| κλητική | παρουσιαστικό | παρουσιαστικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρουσιαστικό < παρουσιάζω + -τικό
Ουσιαστικό
παρουσιαστικό ουδέτερο
- η εξωτερική εμφάνιση ενός ατόμου σαν σύνολο και ειδικότερα του προσώπου του
- (ειδικότερα) η φυσιογνωμία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.