παρουσιαστικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρουσιαστικό τα παρουσιαστικά
      γενική του παρουσιαστικού των παρουσιαστικών
    αιτιατική το παρουσιαστικό τα παρουσιαστικά
     κλητική παρουσιαστικό παρουσιαστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρουσιαστικό < παρουσιάζω + -τικό

Ουσιαστικό

παρουσιαστικό ουδέτερο

  1. η εξωτερική εμφάνιση ενός ατόμου σαν σύνολο και ειδικότερα του προσώπου του
  2. (ειδικότερα) η φυσιογνωμία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.