μορφώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μορφώνω < αρχαία ελληνική μορφ-όω-ῶ + -ώνω < μορφή

Προφορά

ΔΦΑ : /moɾˈfo.no/

Ρήμα

μορφώνω, αόρ.: μόρφωσα, παθ.φωνή: μορφώνομαι, π.αόρ.: μορφώθηκα, μτχ.π.π.: μορφωμένος

  1. δίνω μορφή, σχήμα σε κάτι
  2. εκπαιδεύω, προάγω πνευματικά και ηθικά

Κλίση

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.