μορφογενετικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μορφογενετικός η μορφογενετική το μορφογενετικό
      γενική του μορφογενετικού της μορφογενετικής του μορφογενετικού
    αιτιατική τον μορφογενετικό τη μορφογενετική το μορφογενετικό
     κλητική μορφογενετικέ μορφογενετική μορφογενετικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μορφογενετικοί οι μορφογενετικές τα μορφογενετικά
      γενική των μορφογενετικών των μορφογενετικών των μορφογενετικών
    αιτιατική τους μορφογενετικούς τις μορφογενετικές τα μορφογενετικά
     κλητική μορφογενετικοί μορφογενετικές μορφογενετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μορφογενετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική morphogenetic[1] < αρχαία ελληνική μορφή + ελληνιστική κοινή γενετικός (< αρχαία ελληνική γίγνομαι)

Επίθετο

μορφογενετικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

  1. μορφογενετικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.