μόρφωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μόρφωμα | τα | μορφώματα |
| γενική | του | μορφώματος | των | μορφωμάτων |
| αιτιατική | το | μόρφωμα | τα | μορφώματα |
| κλητική | μόρφωμα | μορφώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μόρφωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μόρφωμα
Ουσιαστικό
μόρφωμα ουδέτερο
- ότι έχει λάβει πλέον μια οριστική μορφή
- κοινωνικός σχηματισμός με κοινά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (συνήθως δεν ταυτίζεται απόλυτα με συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, όμως προκύπτουν στατιστικοί συσχετισμοί)
- ↪ το νέο κόμμα αποτελεί ένα ιδιότυπο πολιτικό μόρφωμα
- (ιατρική) σχηματισμός μέσα σε όργανο ή ιστό του οποίου ο ιστός που διαφέρει από τον περιβάλλοντα
- ↪ μόρφωμα σφαιρικό κυστικό, μεγέθους μανταρινιού
- ↪ μόρφωμα ακανόνιστο συμπαγές με μέγιστο μήκος 5 cm
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μόρφωμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μόρφωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.