μορφασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μορφασμός οι μορφασμοί
      γενική του μορφασμού των μορφασμών
    αιτιατική τον μορφασμό τους μορφασμούς
     κλητική μορφασμέ μορφασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μορφασμός < ελληνιστική κοινή μορφασμός < αρχαία ελληνική μορφάζω μορφή

Ουσιαστικό

μορφασμός αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.