figure
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| figure | figures |
figure (en)
- (συνήθως πληθυντικός) το στατιστικό στοιχείο, το δεδομένο, ένας αριθμός που συμβολίζει ένα συγκεκριμένο ποσό, ειδικά αυτό που δίνεται σε επίσημες πληροφορίες
- ↪ the latest trade/unemployment figures - τα τελευταία στατιστικά στοιχεία για το εμπόριο/την ανεργία
- ↪ scientific figures - επιστημονικά δεδομένα
- ο αριθμός, ένα σύμβολο και όχι μια λέξη που συμβολίζει έναν από τους αριθμούς μεταξύ 0 και 9
- ↪ a double digit figure - διψήφιος αριθμός
- ↪ a six figure income - εισόδημα εξαψήφιου αριθμού
- η μορφή, άτομο του τύπου που αναφέρεται
- ↪ He is one of the greatest figures in Greek history.
- Είναι μια από τις μεγαλύτερες μορφές της ελληνικής ιστορίας.
- ↪ He is one of the greatest figures in Greek history.
- η μορφή, η σιλουέτα, το σχήμα ενός ατόμου που φαίνεται από απόσταση ή όχι καθαρά
- ↪ The evocative dark figures in paintings.
- Οι υποβλητικές σκοτεινές μορφές σε πίνακες ζωγραφικής.
- Είδα μια σιλουέτα να πλησιάζει.
- ↪ We saw a strange figures in the dark.
- Είδαμε ένα περίεργο σχήμα στο σκοτάδι.
- ↪ The evocative dark figures in paintings.
- η σιλουέτα, το σχήμα του ανθρώπινου σώματος, ειδικά το σώμα μιας γυναίκας που θεωρείται ελκυστικό
- ↪ She’s dieting to keep her figure.
- Κάνει δίαιτα για να διατηρήσει τη σιλουέτα της.
- ↪ She’s dieting to keep her figure.
- (γεωμετρία) ένα συγκεκριμένο σχήμα που σχηματίζεται από γραμμές ή επιφάνειες
- ↪ geometric figures - γεωμετρικά σχήματα
Ρήμα
| ενεστώτας | figure |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | figures |
| αόριστος | figured |
| παθητική μετοχή | figured |
| ενεργητική μετοχή | figuring |
figure (en)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) υποθέτω, νομίζω ή αποφασίζω ότι κάτι θα συμβεί ή είναι αλήθεια
Παράγωγα
Πηγές
- figure (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- figure (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: υποθέτω
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.ɡyʁ/
- ⓘ
Ιταλικά (it)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.