όψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | όψη | οι | όψεις |
| γενική | της | όψης* | των | όψεων |
| αιτιατική | την | όψη | τις | όψεις |
| κλητική | όψη | όψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, όψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όψη < αρχαία ελληνική ὄψις < ὤψ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-
Εκφράσεις
- εξ όψεως
- λογαριασμός όψεως
- ≠ αντώνυμα: προθεσμιακός λογαριασμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.