μορφοδυναμική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μορφοδυναμική | οι | μορφοδυναμικές |
| γενική | της | μορφοδυναμικής | των | μορφοδυναμικών |
| αιτιατική | τη | μορφοδυναμική | τις | μορφοδυναμικές |
| κλητική | μορφοδυναμική | μορφοδυναμικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μορφοδυναμική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική morphodynamics < αρχαία ελληνική μορφή + δυναμική, θηλυκό του δυναμικός
Ουσιαστικό
μορφοδυναμική θηλυκό
-
Morphodynamics στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μορφοδυναμική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.