μορφότυπο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μορφότυπο τα μορφότυπα
      γενική του μορφότυπου
& μορφοτύπου
των μορφότυπων
& μορφοτύπων
    αιτιατική το μορφότυπο τα μορφότυπα
     κλητική μορφότυπο μορφότυπα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μορφότυπο < μορφή + τύπος

Προφορά

ΔΦΑ : /moɾˈfo.ti.po/

Ουσιαστικό

μορφότυπο ουδέτερο

  1. ο τύπος της μορφής ενός εγγράφου ή τεκμηρίου γενικότερα
  2. (πληροφορική) ο τύπος και η επέκταση ενός ηλεκτρονικού αρχείου [1]
Παραδείγματα: .exe, .doc, .docx, .ppt, .pps, .pdf
Σημειώσεις
  • Άλλο μορφή και άλλο μορφότυπο. Διάφορα έγγραφα μπορούν να έχουν το ίδιο μορφότυπο, ενώ το καθένα έχει τη δική του μορφή.
  • Στοιχεία του μορφοτύπου ενός εγγράφου είναι π.χ. ο τρόπος σελιδοποίησης, ο τρόπος κατάστρωσης του κειμένου στην κάθε σελίδα, ο τρόπος καθορισμού και το μέγεθος των περιθωρίων, των κεφαλίδων και των υποσέλιδων, κτλ.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.