-μορφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -μορφος η -μορφη το -μορφο
      γενική του -μορφου της -μορφης του -μορφου
    αιτιατική τον -μορφο τη(ν) -μορφη το -μορφο
     κλητική -μορφε -μορφη -μορφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -μορφοι οι -μορφες τα -μορφα
      γενική των -μορφων των -μορφων των -μορφων
    αιτιατική τους -μορφους τις -μορφες τα -μορφα
     κλητική -μορφοι -μορφες -μορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-μορφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -μορφος < μορφ(ή) + -ος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /moɾ.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -μορφος

Επίθημα

-μορφος, -η, -ο

  • -μορφία
  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μορφος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -μορφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.