πολύμορφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύμορφος | η | πολύμορφη | το | πολύμορφο |
| γενική | του | πολύμορφου | της | πολύμορφης | του | πολύμορφου |
| αιτιατική | τον | πολύμορφο | την | πολύμορφη | το | πολύμορφο |
| κλητική | πολύμορφε | πολύμορφη | πολύμορφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύμορφοι | οι | πολύμορφες | τα | πολύμορφα |
| γενική | των | πολύμορφων | των | πολύμορφων | των | πολύμορφων |
| αιτιατική | τους | πολύμορφους | τις | πολύμορφες | τα | πολύμορφα |
| κλητική | πολύμορφοι | πολύμορφες | πολύμορφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύμορφος < αρχαία ελληνική πολύμορφος < πολύς + μορφή (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική polymorphe[1] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική polymorphous[1] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική polymorph[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈli.mor.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐μορ‐φος
Επίθετο
πολύμορφος, -η, -ο
- που παρουσιάζεται υπό πολλές μορφές
- (χημεία) που έχει σχέση με τον πολυμορφισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
- πολύμορφα
- πολυμορφία
- πολυμορφικό
- πολυμορφικός
- πολυμορφισμός
- πολυμορφοπύρηνα
- → δείτε τις λέξεις πολύς και μορφή
Μεταφράσεις
χημικός όρος
- πολύμορφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.