μαχαιράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαχαιράς | οι | μαχαιράδες |
| γενική | του | μαχαιρά | των | μαχαιράδων |
| αιτιατική | τον | μαχαιρά | τους | μαχαιράδες |
| κλητική | μαχαιρά | μαχαιράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μαχαιράς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.