λάμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λάμα | οι | λάμες |
| γενική | της | λάμας | των | λαμών |
| αιτιατική | τη | λάμα | τις | λάμες |
| κλητική | λάμα | λάμες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λάμα θηλυκό
Μεταφράσεις
λάμα

Ετυμολογία 2
- λάμα < (άμεσο δάνειο) αγγλική lama < θιβετιανή བླ་མ་
Ουσιαστικό
λάμα ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα
-
λάμα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

.jpg.webp)