μαχαίρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαχαίρωμα τα μαχαιρώματα
      γενική του μαχαιρώματος των μαχαιρωμάτων
    αιτιατική το μαχαίρωμα τα μαχαιρώματα
     κλητική μαχαίρωμα μαχαιρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαχαίρωμα < μαχαιρώνω + -μα

Ουσιαστικό

μαχαίρωμα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα του μαχαιρώνω, η μαχαιριά, η ενέργεια του μαχαιρώνω
    Ήμουν μπροστά όταν άρχισαν τα μαχαιρώματα, τα είδα όλα!
  2. (μεταφορικά) στον πληθυντικό, πισώπλατα χτυπήματα η από εκεί που δεν θα έπρεπε να προέρχονται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.