μαχαιριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαχαιριά οι μαχαιριές
      γενική της μαχαιριάς των μαχαιριών
    αιτιατική τη μαχαιριά τις μαχαιριές
     κλητική μαχαιριά μαχαιριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαχαιριά < μεσαιωνική ελληνική μαχαιρία

Ουσιαστικό

μαχαιριά θηλυκό

  1. η διάτρηση του δέρματος ή άλλης ύλης από αιχμηρό όργανο
  2. Του έδωσε μια μαχαιριά κατάστηθα, αλλά ο άνθρωπος έζησε
    Κόψε το ψωμί πρσεκτικά, μην κάνεις μαχαιριές στο τραπέζι!
  3. το ψυχικό τραύμα, ο πόνος από δυσάρεστη ενέργεια άλλου ατόμου
    Ήταν μαχαιριά στην καρδιά της, που έφυγε ο μοναχογιός της για Αμερική

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.