μάχαιρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάχαιρα οι μάχαιρες
      γενική της μάχαιρας των μαχαιρών
    αιτιατική τη μάχαιρα τις μάχαιρες
     κλητική μάχαιρα μάχαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάχαιρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάχαιρα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.çe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάχαιρα
τονικό παρώνυμο: μαχαίρα

Ουσιαστικό

μάχαιρα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μάχαιρ αἱ μάχαιραι
      γενική τῆς μαχαίρᾱς τῶν μαχαιρῶν
      δοτική τῇ μαχαίρ ταῖς μαχαίραις
    αιτιατική τὴν μάχαιρᾰν τὰς μαχαίρᾱς
     κλητική ! μάχαιρ μάχαιραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαχαίρ
γεν-δοτ τοῖν  μαχαίραιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάχαιρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μάχαιρα, -ας θηλυκό

  1. (γενικότερα) μεγάλο μαχαίρι
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 252 (252-255)
    Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν, | ἥ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο, | κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος, Διὶ χεῖρας ἀνασχὼν | εὔχετο·
    κι έσυρ᾽ ο Ατρείδης μάχαιραν οπού σιμά | στην θήκην του ξίφους είχε πάντοτε, | και αφού απαρχές του χοίρου τες τρίχες έκοψε μ᾽ αυτήν, κι υψώνοντας τα χέρια προς τον Κρονίδην | εύχονταν,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1017 (1017-1018)
    λαβὲ τὴν μάχαιραν· εἶθ᾽ ὅπως μαγειρικῶς | σφάξεις τὸν οἶν.
    Πιάσ᾽ το μαχαίρι εσύ και σα χασάπης | σφάξε τ᾽ αρνί.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greeklanguage.gr
  2. (οπλισμός) σπάθη, ξίφος, ξιφίδιο
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 79.1
    Κόλχοι δὲ περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κράνεα ξύλινα, ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας σμικρὰς αἰχμάς τε βραχέας, πρὸς δὲ μαχαίρας εἶχον.
    Κι οι Κόλχοι φορούσαν στο κεφάλι τους ξύλινα κράνη και κρατούσαν μικρές ασπίδες από ακατέργαστο δέρμα βοδιών και δόρατα κοντά, επίσης και μάχαιρες.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 89.3
    τὸ δὲ πλῆθος αὐτῶν θωρηκοφόροι ἦσαν, μαχαίρας δὲ μεγάλας εἶχον.
    Κι οι περισσότεροί τους φορούσαν θώρακες κι είχαν μεγάλες μάχαιρες.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 7, 5.20
    ἐπεγράφοντο δὲ καὶ ‹οἱ› τῶν Ἀρκάδων ὁπλῖται ῥόπαλα, ὡς Θηβαῖοι ὄντες, πάντες δὲ ἠκονῶντο καὶ λόγχας καὶ μαχαίρας καὶ ἐλαμπρύνοντο τὰς ἀσπίδας.
    ενώ ακόμα κι οι Αρκάδες οπλίτες ζωγράφιζαν ρόπαλα πάνω στις ασπίδες τους σαν να ᾽ταν Θηβαίοι, κι όλοι ακόνιζαν λόγχες και μαχαίρια και γυάλιζαν τις ασπίδες τους.
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greeklanguage.gr
  3. ξυράφι
  4. είδος πολύτιμου λίθου
  5. (ελληνιστική σημασία , ανατομία) τμήμα του συκωτιού

Συγγενικά

  • ἀμάχαιρος
  • διμάχαιρος
  • δρεπανομάχαιρα
  • ἐγγαστριμάχαιρα
  • μαχαιρᾶς
  • μαχαιρίδιον
  • μαχαῖριν
  • μαχαίριον
  • μαχαιρίς
  • μαχαιρίων
  • Μαχαιρίων
  • μαχαιριωτός
  • μαχαιροδέτης
  • μαχαιροθήκη
  • μαχαιροκοπέω
  • μαχαιρομαχέω
  • μαχαιροποιεῖον
  • μαχαιροποιός
  • μαχαιροπωλεῖον
  • μαχαιροπώλης
  • μαχαιροπώλιον
  • μαχαιροφορά
  • μαχαιροφορέω
  • μαχαιροφόρος
  • μαχαιρόφυλλον
  • μαχαιρώνιον
  • μαχαιρωτός
  • ξιφομάχαιρα
  • παραμάχαιρον
  • σκολοπομαχαίριον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.