χασαπομάχαιρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χασαπομάχαιρο | τα | χασαπομάχαιρα |
| γενική | του | χασαπομάχαιρου | των | χασαπομάχαιρων |
| αιτιατική | το | χασαπομάχαιρο | τα | χασαπομάχαιρα |
| κλητική | χασαπομάχαιρο | χασαπομάχαιρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χασαπομάχαιρο ουδέτερο
- μεγάλο μαχαίρι που χρησιμοποιείται κατά τον τεμαχισμό των κρεάτων· (κυριολεκτικά) το μαχαίρι των χασάπηδων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χασαπομάχαιρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.