μαχαιρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.çeˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐χαι‐ρώ‐νω
Ρήμα
μαχαιρώνω, αόρ.: μαχαίρωσα, παθ.φωνή: μαχαιρώνομαι, π.αόρ.: μαχαιρώθηκα, μτχ.π.π.: μαχαιρωμένος
- πλήττω με μαχαίρι κάποιον, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή τον σκοτωμό του
- (μεταφορικά) εξουθενώνω, τραυματίζω, πληρώνω
Συγγενικά
- αμαχαίωτα
- αμαχαίρωτος
- καταμαχαιρώνω
- μαχαίρωμα
- μαχαιρωμένος
- μαχαιρωμός
- μαχαιρωτός
→ και δείτε τη λέξη μαχαίρι
- μεσαιωνική ελληνική: ξεμαχαιρώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μαχαιρώνω | μαχαίρωνα | θα μαχαιρώνω | να μαχαιρώνω | μαχαιρώνοντας | |
| β' ενικ. | μαχαιρώνεις | μαχαίρωνες | θα μαχαιρώνεις | να μαχαιρώνεις | μαχαίρωνε | |
| γ' ενικ. | μαχαιρώνει | μαχαίρωνε | θα μαχαιρώνει | να μαχαιρώνει | ||
| α' πληθ. | μαχαιρώνουμε | μαχαιρώναμε | θα μαχαιρώνουμε | να μαχαιρώνουμε | ||
| β' πληθ. | μαχαιρώνετε | μαχαιρώνατε | θα μαχαιρώνετε | να μαχαιρώνετε | μαχαιρώνετε | |
| γ' πληθ. | μαχαιρώνουν(ε) | μαχαίρωναν μαχαιρώναν(ε) |
θα μαχαιρώνουν(ε) | να μαχαιρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μαχαίρωσα | θα μαχαιρώσω | να μαχαιρώσω | μαχαιρώσει | ||
| β' ενικ. | μαχαίρωσες | θα μαχαιρώσεις | να μαχαιρώσεις | μαχαίρωσε | ||
| γ' ενικ. | μαχαίρωσε | θα μαχαιρώσει | να μαχαιρώσει | |||
| α' πληθ. | μαχαιρώσαμε | θα μαχαιρώσουμε | να μαχαιρώσουμε | |||
| β' πληθ. | μαχαιρώσατε | θα μαχαιρώσετε | να μαχαιρώσετε | μαχαιρώστε | ||
| γ' πληθ. | μαχαίρωσαν μαχαιρώσαν(ε) |
θα μαχαιρώσουν(ε) | να μαχαιρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μαχαιρώσει | είχα μαχαιρώσει | θα έχω μαχαιρώσει | να έχω μαχαιρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μαχαιρώσει | είχες μαχαιρώσει | θα έχεις μαχαιρώσει | να έχεις μαχαιρώσει | έχε μαχαιρωμένο | |
| γ' ενικ. | έχει μαχαιρώσει | είχε μαχαιρώσει | θα έχει μαχαιρώσει | να έχει μαχαιρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μαχαιρώσει | είχαμε μαχαιρώσει | θα έχουμε μαχαιρώσει | να έχουμε μαχαιρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μαχαιρώσει | είχατε μαχαιρώσει | θα έχετε μαχαιρώσει | να έχετε μαχαιρώσει | έχετε μαχαιρωμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν μαχαιρώσει | είχαν μαχαιρώσει | θα έχουν μαχαιρώσει | να έχουν μαχαιρώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μαχαιρωμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μαχαιρωμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μαχαιρωμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μαχαιρωμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μαχαιρώνομαι | μαχαιρωνόμουν(α) | θα μαχαιρώνομαι | να μαχαιρώνομαι | ||
| β' ενικ. | μαχαιρώνεσαι | μαχαιρωνόσουν(α) | θα μαχαιρώνεσαι | να μαχαιρώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | μαχαιρώνεται | μαχαιρωνόταν(ε) | θα μαχαιρώνεται | να μαχαιρώνεται | ||
| α' πληθ. | μαχαιρωνόμαστε | μαχαιρωνόμαστε μαχαιρωνόμασταν |
θα μαχαιρωνόμαστε | να μαχαιρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | μαχαιρώνεστε | μαχαιρωνόσαστε μαχαιρωνόσασταν |
θα μαχαιρώνεστε | να μαχαιρώνεστε | (μαχαιρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | μαχαιρώνονται | μαχαιρώνονταν μαχαιρωνόντουσαν |
θα μαχαιρώνονται | να μαχαιρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μαχαιρώθηκα | θα μαχαιρωθώ | να μαχαιρωθώ | μαχαιρωθεί | ||
| β' ενικ. | μαχαιρώθηκες | θα μαχαιρωθείς | να μαχαιρωθείς | μαχαιρώσου | ||
| γ' ενικ. | μαχαιρώθηκε | θα μαχαιρωθεί | να μαχαιρωθεί | |||
| α' πληθ. | μαχαιρωθήκαμε | θα μαχαιρωθούμε | να μαχαιρωθούμε | |||
| β' πληθ. | μαχαιρωθήκατε | θα μαχαιρωθείτε | να μαχαιρωθείτε | μαχαιρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | μαχαιρώθηκαν μαχαιρωθήκαν(ε) |
θα μαχαιρωθούν(ε) | να μαχαιρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μαχαιρωθεί | είχα μαχαιρωθεί | θα έχω μαχαιρωθεί | να έχω μαχαιρωθεί | μαχαιρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις μαχαιρωθεί | είχες μαχαιρωθεί | θα έχεις μαχαιρωθεί | να έχεις μαχαιρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μαχαιρωθεί | είχε μαχαιρωθεί | θα έχει μαχαιρωθεί | να έχει μαχαιρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μαχαιρωθεί | είχαμε μαχαιρωθεί | θα έχουμε μαχαιρωθεί | να έχουμε μαχαιρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μαχαιρωθεί | είχατε μαχαιρωθεί | θα έχετε μαχαιρωθεί | να έχετε μαχαιρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μαχαιρωθεί | είχαν μαχαιρωθεί | θα έχουν μαχαιρωθεί | να έχουν μαχαιρωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μαχαιρωμένος - είμαστε, είστε, είναι μαχαιρωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μαχαιρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μαχαιρωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μαχαιρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μαχαιρωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μαχαιρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μαχαιρωμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.