κόψιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κόψιμο | τα | κοψίματα |
| γενική | του | κοψίματος | των | κοψιμάτων |
| αιτιατική | το | κόψιμο | τα | κοψίματα |
| κλητική | κόψιμο | κοψίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόψιμο < μεσαιωνική ελληνική κόψιμο < κόβω
Ουσιαστικό
κόψιμο ουδέτερο
- η ενέργεια με την οποία κόβω κάτι, το διαιρώ ή αποκόπτω ένα τμήμα του, η κοπή
- η λύση της συνέχειας μιας επιφάνειας
- η διακοπή μιας συνήθειας
- η μορφή, το σχέδιο ενός ρούχου
- (παιγνιόχαρτα) η μετακίνηση ενός τμήματος της τράπουλας από το πάνω στο κάτω μέρος της που γίνεται μετά το ανακάτεμα και πριν το μοίρασμα
- (αθλητισμός) η αμυντική ενέργεια που απομακρύνει τη μπάλα από το στόχο της
- (εξετάσεις, διαγωνισμοί) η αποτυχία σε γραπτές εξετάσεις
- (μαγειρική) η αλλοίωση της όψης και της γεύσης μιας κρέμας που συμβαίνει όταν κατά την παρασκευή της βράσει το αυγό που περιέχεται στα υλικά της
- επείγουσα ανάγκη για κένωση του εντέρου που συνοδεύεται από οξύ πόνο
- → δείτε τη λέξη διάρροια
Εκφράσεις
- ανάγκη και κόψιμο: για κάτι που πρέπει να γίνει οπωσδήποτε και αμέσως
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κόβω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.