κόψιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόψιμο τα κοψίματα
      γενική του κοψίματος των κοψιμάτων
    αιτιατική το κόψιμο τα κοψίματα
     κλητική κόψιμο κοψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόψιμο < μεσαιωνική ελληνική κόψιμο < κόβω

Ουσιαστικό

κόψιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια με την οποία κόβω κάτι, το διαιρώ ή αποκόπτω ένα τμήμα του, η κοπή
  2. η λύση της συνέχειας μιας επιφάνειας
  3. η διακοπή μιας συνήθειας
  4. η μορφή, το σχέδιο ενός ρούχου
  5. (παιγνιόχαρτα) η μετακίνηση ενός τμήματος της τράπουλας από το πάνω στο κάτω μέρος της που γίνεται μετά το ανακάτεμα και πριν το μοίρασμα
  6. (αθλητισμός) η αμυντική ενέργεια που απομακρύνει τη μπάλα από το στόχο της
  7. (εξετάσεις, διαγωνισμοί) η αποτυχία σε γραπτές εξετάσεις
  8. (μαγειρική) η αλλοίωση της όψης και της γεύσης μιας κρέμας που συμβαίνει όταν κατά την παρασκευή της βράσει το αυγό που περιέχεται στα υλικά της
  9. επείγουσα ανάγκη για κένωση του εντέρου που συνοδεύεται από οξύ πόνο
     δείτε τη λέξη  διάρροια

Εκφράσεις

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη  κόβω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.