μαχαιροβγάλτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαχαιροβγάλτης οι μαχαιροβγάλτες
      γενική του μαχαιροβγάλτη των μαχαιροβγαλτών
    αιτιατική τον μαχαιροβγάλτη τους μαχαιροβγάλτες
     κλητική μαχαιροβγάλτη μαχαιροβγάλτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαχαιροβγάλτης < μαχαίρι + -βγάλτης (<βγάζω)

Ουσιαστικό

μαχαιροβγάλτης αρσενικό

  • κακοποιός που είναι οπλισμένος με μαχαίρι και το χρησιμοποιεί στις αντιπαραθέσεις του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.