σουγιάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουγιάς οι σουγιάδες
      γενική του σουγιά των σουγιάδων
    αιτιατική τον σουγιά τους σουγιάδες
     κλητική σουγιά σουγιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουγιάς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σουγιάς αρσενικό

  • μαχαίρι στο οποίο η λεπίδα έχει τη δυνατότητα να διπλώνεται και να μπαίνει μέσα στη λαβή

Συγγενικά

  • σουγιαδάκι

Πολυλεκτικοί όροι

  • ελβετικός σουγιάς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.