καλομαθημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλομαθημένος η καλομαθημένη το καλομαθημένο
      γενική του καλομαθημένου της καλομαθημένης του καλομαθημένου
    αιτιατική τον καλομαθημένο την καλομαθημένη το καλομαθημένο
     κλητική καλομαθημένε καλομαθημένη καλομαθημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλομαθημένοι οι καλομαθημένες τα καλομαθημένα
      γενική των καλομαθημένων των καλομαθημένων των καλομαθημένων
    αιτιατική τους καλομαθημένους τις καλομαθημένες τα καλομαθημένα
     κλητική καλομαθημένοι καλομαθημένες καλομαθημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

καλομαθημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.