τρυφηλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρυφηλός | η | τρυφηλή | το | τρυφηλό |
| γενική | του | τρυφηλού | της | τρυφηλής | του | τρυφηλού |
| αιτιατική | τον | τρυφηλό | την | τρυφηλή | το | τρυφηλό |
| κλητική | τρυφηλέ | τρυφηλή | τρυφηλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρυφηλοί | οι | τρυφηλές | τα | τρυφηλά |
| γενική | των | τρυφηλών | των | τρυφηλών | των | τρυφηλών |
| αιτιατική | τους | τρυφηλούς | τις | τρυφηλές | τα | τρυφηλά |
| κλητική | τρυφηλοί | τρυφηλές | τρυφηλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
τρυφηλός -ή -ό
- αυτός που αρέσκεται στην χλιδή και στην καλοπέραση
- αυτός που δεν έχει σκληραγωγηθεί, ο μαλθακός
- κάτι το απολαυστικό, το πλουσιοπάροχο
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τρυφηλός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.