μαλθακότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαλθακότης αἱ μαλθακότητες
      γενική τῆς μαλθακότητος τῶν μαλθακοτήτων
      δοτική τῇ μαλθακότητ ταῖς μαλθακότησ(ν)
    αιτιατική τὴν μαλθακότητ τὰς μαλθακότητᾰς
     κλητική ! μαλθακότης μαλθακότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαλθακότητε
γεν-δοτ τοῖν  μαλθακοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαλθακότης < μαλθακό(ς) + -της

Ουσιαστικό

μαλθακότης θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.