μαλθακότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαλθακότητα | οι | μαλθακότητες |
| γενική | της | μαλθακότητας | των | μαλθακοτήτων |
| αιτιατική | τη | μαλθακότητα | τις | μαλθακότητες |
| κλητική | μαλθακότητα | μαλθακότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαλθακότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαλθακότης από την αιτιατική ενικού «τὴν μαλθακότητα»
Προφορά
- ΔΦΑ : /mal.θaˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαλ‐θα‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
μαλθακότητα θηλυκό
- η έλλειψη πάθους ή αποφασιστικότητας στην προσπάθεια επίτευξης στόχων
- η οκνηρή και χωρίς σκληραγώγηση ζωή
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μαλθακός
Πηγές
- μαλθακότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μαλθακότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.