ράθυμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ράθυμος | η | ράθυμη | το | ράθυμο |
| γενική | του | ράθυμου | της | ράθυμης | του | ράθυμου |
| αιτιατική | τον | ράθυμο | τη | ράθυμη | το | ράθυμο |
| κλητική | ράθυμε | ράθυμη | ράθυμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ράθυμοι | οι | ράθυμες | τα | ράθυμα |
| γενική | των | ράθυμων | των | ράθυμων | των | ράθυμων |
| αιτιατική | τους | ράθυμους | τις | ράθυμες | τα | ράθυμα |
| κλητική | ράθυμοι | ράθυμες | ράθυμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ράθυμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῥᾴθυμος [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾa.θi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρά‐θυ‐μος
Συνώνυμα
Αναφορές
- ράθυμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.