λιγόψυχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιγόψυχος | η | λιγόψυχη | το | λιγόψυχο |
| γενική | του | λιγόψυχου | της | λιγόψυχης | του | λιγόψυχου |
| αιτιατική | τον | λιγόψυχο | τη | λιγόψυχη | το | λιγόψυχο |
| κλητική | λιγόψυχε | λιγόψυχη | λιγόψυχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιγόψυχοι | οι | λιγόψυχες | τα | λιγόψυχα |
| γενική | των | λιγόψυχων | των | λιγόψυχων | των | λιγόψυχων |
| αιτιατική | τους | λιγόψυχους | τις | λιγόψυχες | τα | λιγόψυχα |
| κλητική | λιγόψυχοι | λιγόψυχες | λιγόψυχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιγόψυχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀλιγόψυχος < ὀλιγό- + -ψυχος με αποβολή του άτονου αρχικού φωνήεντος (λιγό-) που θεωρήθηκε άρθρο. [1] Συγχρονικά αναλύεται σε λιγό- + -ψυχος. Συγκρίνετε με το ολιγόψυχος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /liˈɣo.psi.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐γό‐ψυ‐χος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
λιγόψυχος
|
Αναφορές
- λιγόψυχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.