ζωτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζωτικότητα | οι | ζωτικότητες |
| γενική | της | ζωτικότητας | των | ζωτικοτήτων |
| αιτιατική | τη | ζωτικότητα | τις | ζωτικότητες |
| κλητική | ζωτικότητα | ζωτικότητες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζωτικότητα < καθαρεύουσα ζωτικότης, λόγια λέξη από την (ελληνιστική κοινή) ζωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.