boner
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
- (χυδαίο) καύλωμα, στύση, σηκωμάρα
- (κυριολεκτικά) που αφαιρεί κόκαλα, που ξεκοκαλίζει
- (παρωχημένο) (αργκό) ηλίθιο σφάλμα, μεγάλο ή χαζό λάθος, πατάτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.