κουταμάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουταμάρα | οι | κουταμάρες |
| γενική | της | κουταμάρας | — | |
| αιτιατική | την | κουταμάρα | τις | κουταμάρες |
| κλητική | κουταμάρα | κουταμάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.taˈma.ɾa/
Ουσιαστικό
κουταμάρα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.