moonshine
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmuːnʃʌɪn/
Ουσιαστικό
moonshine (en)
- (κυριολεκτικά) το φεγγαρόφωτο
- (αργκό) δυνατό αλκοολούχο ποτό (ιδίως ουίσκι) το οποίο συνήθως έχει παραχθεί παράνομα
- λόγια χωρίς νόημα, ανοησίες, κουταμάρες, κουτόλογα
Παράγωγα
- moonshiner
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.