μπουνάτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπουνάτσα | οι | μπουνάτσες |
| γενική | της | μπουνάτσας | — | |
| αιτιατική | την | μπουνάτσα | τις | μπουνάτσες |
| κλητική | μπουνάτσα | μπουνάτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /buˈna.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐νά‐τσα
Ουσιαστικό
μπουνάτσα θηλυκό
- άλλη μορφή του μπονάτσα
- ※ Τὸ εἶπα καὶ τὸ λέγω! Σὰν θέλετε στὸ γάμο / γλυκειὰ νὰ βασιλεύῃ εἰρήνη καὶ μπουνάτσα, / αὐταῖς ἡ παλῃομόδαις νὰ κυλισθοῦνε χάμω, / κι' ἡ κάθε μιὰ κυρία νὰ βάλῃ κανναβάτσα. (Γεώργιος Σουρής, Κάτω η μόδα, 1882)
Αναφορές
- μπουνάτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μπουνάτσα < μπονάτσα με τροπή [o] > [u]
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.