νηνεμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νηνεμία οι νηνεμίες
      γενική της νηνεμίας των νηνεμιών
    αιτιατική τη νηνεμία τις νηνεμίες
     κλητική νηνεμία νηνεμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νηνεμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νηνεμία < νη- + ἄνεμος

Προφορά

ΔΦΑ : /ni.neˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νηνεμία

Ουσιαστικό

νηνεμία θηλυκό

  1. (άνεμος) η κατάσταση κατά την οποία δεν πνέει καθόλου άνεμος
     συνώνυμα: άπνοια, γαλήνη, κάλμα, μπουνάτσα, και απανεμιά, απανέμι
     αντώνυμα: τρικυμία
  2. (μεταφορικά) γαλήνη, απουσία συγκρούσεων
     συνώνυμα: ηρεμία

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

νηνεμία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

νηνεμία, -ας θηλυκό

  • (μετεωρολογία) άπνοια
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 197c
    εἰρήνην μὲν ἐν ἀνθρώποις, πελάγει δὲ γαλήνην
    νηνεμίαν, ἀνέμων κοίτην ὕπνον τ᾽ ἐνὶ κήδει.
    Στον κόσμο μας ειρήνη·
    απανεμιά στα πέλαγα, γαλήνη·
    ανέμων καταλάγιασμα, ύπνο στον πονεμένο.
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greeklanguage.gr
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ηθικά, Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 160f
    ἡ μὲν σελήνη κατέλαμπεν εἰς τὴν θάλατταν, οὐκ ὄντος δὲ πνεύματος ἀλλὰ νηνεμίας καὶ γαλήνης,
    Το φεγγάρι λαμποκοπούσε πάνω στη θάλασσα, και ενώ δεν φυσούσε καθόλου αλλά υπήρχε απόλυτη νηνεμία και γαλήνη,
    Μετάφραση (2004), Δημήτριος Λυπουρλής, @greeklanguage.gr

  • ιωνικός τύπος: νηνεμίη

Συγγενικά

  • ἀνηνεμέω
  • ἀνηνεμία
  • ἀνήνεμος
  • νηνεμέω
  • νήνεμος
  • νηνεμόω
  • παλινηνεμία
  • πολυνηνεμίη
  • συνήνεμος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.