βλακεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βλακεία οι βλακείες
      γενική της βλακείας των βλακειών
    αιτιατική τη βλακεία τις βλακείες
     κλητική βλακεία βλακείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βλακεία < αρχαία ελληνική βλακεία < βλακεύω < βλάξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mlakos

Ουσιαστικό

βλακεία θηλυκό

  1. ανοησία
    η βλακεία του είναι ασυναγώνιστη
  2. ανόητη σκέψη ή ενέργεια
    μη τον συμμερίζεσαι, όλο βλακείες κάνει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.