ηλιθιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλιθιότητα οι ηλιθιότητες
      γενική της ηλιθιότητας των ηλιθιοτήτων
    αιτιατική την ηλιθιότητα τις ηλιθιότητες
     κλητική ηλιθιότητα ηλιθιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλιθιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἠλιθιότης από την αιτιατική «τὴν ἠλιθιότητα»

Προφορά

ΔΦΑ : /i.li.θiˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηλιθιότητα

Ουσιαστικό

ηλιθιότητα θηλυκό

  1. (μόνο στον ενικό) η ιδιότητα του ηλίθιου, η έλλειψη εξυπνάδας
  2. ηλίθιος λόγος ή ενέργεια
    ώρες ώρες λέει κάτι ηλιθιότητες αυτό το παιδί

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.