εξασθένιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξασθένιση οι εξασθενίσεις
      γενική της εξασθένισης* των εξασθενίσεων
    αιτιατική την εξασθένιση τις εξασθενίσεις
     κλητική εξασθένιση εξασθενίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξασθενίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξασθένιση < εξασθενίζω + -ση

Ουσιαστικό

εξασθένιση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.