συμμαχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμμαχία οι συμμαχίες
      γενική της συμμαχίας των συμμαχιών
    αιτιατική τη συμμαχία τις συμμαχίες
     κλητική συμμαχία συμμαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμμαχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμμαχία < σύμμαχος < (σύν) συμ- + μάχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *maHgʰ- (μάχομαι)

Ουσιαστικό

συμμαχία θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος, πολιτική) συμφωνία κρατών ή συνασπισμών που προβλέπει τη μεταξύ τους συνεργασία και την από κοινού αντιμετώπιση εχθρικής απειλής
  2. συμφωνία ομάδων ή ατόμων που προβλέπει τη μεταξύ τους συνεργασία και την από κοινού αντιμετώπιση κάποιου αντιπάλου

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμμαχί αἱ συμμαχίαι
      γενική τῆς συμμαχίᾱς τῶν συμμαχιῶν
      δοτική τῇ συμμαχί ταῖς συμμαχίαις
    αιτιατική τὴν συμμαχίᾱν τὰς συμμαχίᾱς
     κλητική ! συμμαχί συμμαχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμμαχί
γεν-δοτ τοῖν  συμμαχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμμαχία < σύμμαχ(ος) + -ία < (σύν) συμ- + μάχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *maHgʰ- (μάχομαι)

Ουσιαστικό

συμμαχία θηλυκό

  • ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.