μετόπισθεν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μετόπισθεν < αρχαία ελληνική μετόπισθεν και μετόπισθε
Ουσιαστικό
μετόπισθεν ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η περιοχή που βρίσκεται πίσω από την πρώτη γραμμή ενός πολεμικού μετώπου
- ※ Ο Τζων έμαθε πως σε λίγες μέρες οι αιχμάλωτοι θα μεταφερθούν στα μετόπισθεν... (Τάκης Κανελλόπουλος Ένας Αμερικανός δημοσιογράφος [διήγημα])
- οι στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονται σε αυτόν τον χώρο
Μεταφράσεις
μετόπισθεν
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.