παρανομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρανομία | οι | παρανομίες |
| γενική | της | παρανομίας | των | παρανομιών |
| αιτιατική | την | παρανομία | τις | παρανομίες |
| κλητική | παρανομία | παρανομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρανομία < αρχαία ελληνική παρανομία < παράνομος < παρά + νόμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.noˈmi.a/
Ουσιαστικό
παρανομία θηλυκό
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παρανομίᾱ | αἱ | παρανομίαι |
| γενική | τῆς | παρανομίᾱς | τῶν | παρανομιῶν |
| δοτική | τῇ | παρανομίᾳ | ταῖς | παρανομίαις |
| αιτιατική | τὴν | παρανομίᾱν | τὰς | παρανομίᾱς |
| κλητική ὦ! | παρανομίᾱ | παρανομίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρανομίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρανομίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.