περιμετώπιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιμετώπιο τα περιμετώπια
      γενική του περιμετώπιου
& περιμετωπίου
των περιμετώπιων
& περιμετωπίων
    αιτιατική το περιμετώπιο τα περιμετώπια
     κλητική περιμετώπιο περιμετώπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

το περιμετώπιο (el) ενικός, θηλυκό
τα περιμετώπια (el) πληθυντικός

  • η περιμετωπίδα, κορδέλα κεφαλής που καλύπτει τμήμα του μετώπου (αρχικά για να απομακρύνει τον ιδρώτα αθλητή, μετά και συμβολικά ή αισθητικά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.