συνεσφιγμένο μέτωπο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συνεσφιγμένο μέτωπο | τα | συνεσφιγμένα μέτωπα |
| γενική | του | συνεσφιγμένου μετώπου | των | συνεσφιγμένων μετώπων |
| αιτιατική | το | συνεσφιγμένο μέτωπο | τα | συνεσφιγμένα μέτωπα |
| κλητική | συνεσφιγμένο μέτωπο | συνεσφιγμένα μέτωπα | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνεσφιγμένο μέτωπο < → δείτε τις λέξεις συνεσφιγμένος και μέτωπο
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ne.sfiɣˈme.no ˈme.to.po/
Πολυλεκτικός όρος
συνεσφιγμένο μέτωπο ουδέτερο
- (μετεωρολογία) μέτωπο που δημιουργείται όταν ένα ψυχρό μέτωπο συναντά ένα θερμό μέτωπο λόγω της αντίθεσης της θερμοκρασίας και της διαφοράς ταχύτητας των μαζών ψυχρού αέρα που προχωρούν και υποχωρούν[1]
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
συνεσφιγμένο μέτωπο
|
Αναφορές
- Συνεσφιγμένο μέτωπο, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.